- σύρριζον
- σύρριζοςjoined to the rootmasc/fem acc sgσύρριζοςjoined to the rootneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύρριζος — ον, ΜΑ (για φυτό ή τμήμα φυτού) 1. ο ενωμένος με τις ρίζες 2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. έν ριζος] … Dictionary of Greek